- σιναρά
- σιναρόςhurtneut nom/voc/acc plσιναρά̱ , σιναρόςhurtfem nom/voc/acc dualσιναρά̱ , σιναρόςhurtfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιναράν — σιναρά̱ν , σιναρός hurt fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιναρός — ά, όν, Α 1. βλαβερός, καταστρεπτικός 2. νοσηρός, αυτός που έχει υποστεί βλάβη (α. «σιναρὰ χείρ», Ιπποκρ. β. «σιναροὶ ὀδόντες», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίνος «φθορά, καταστροφή» + κατάλ. αρός (πρβλ. ρυπ αρός, σθεν αρός)] … Dictionary of Greek